χώρημα

χώρημα
χώρ-ημα, ατος, τό,
A space, room, Gp.4.1.16, PMag.Par.1.1087, Secund.Sent.15; cavity,

τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod.

ap. Orib.48.50.3: receptacle, c. gen.,

χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.Marc.21

, cf. 19;

χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χώρημα — space neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χωρῶ] (κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων. β. «χώρημα τοῡ πονηροῡ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.) αρχ. 1. κοιλότητα 2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα… …   Dictionary of Greek

  • χωρημάτων — χώρημα space neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρήμασι — χώρημα space neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρήμασιν — χώρημα space neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρήματα — χώρημα space neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρήματι — χώρημα space neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρήματος — χώρημα space neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυττοί — κυττοί, οι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δεκτικόν χώρημα, καθώς ποτήριον» …   Dictionary of Greek

  • χωρημάτιον — τὸ, Μ [χώρημα, ήματος] υποκορ. μικρός κοιτώνας, κοιτωνίσκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”